- ακτερειστος
- ἀκτερέϊστος2Anth. = ἀκτέριστος См. ακτεριστος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ακτερέιστος — ἀκτερέιστος, ον (Α) [κτερεΐζω] ο ακτέριστος … Dictionary of Greek